bn:00071434n
Noun Concept
EL
πλευρά
EL
Η μία από τις δύο επιφάνειες ενός επίπεδου αντικειμένου, σώματος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η μία από τις δύο επιφάνειες ενός επίπεδου αντικειμένου, σώματος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations