bn:00071841n
Noun Concept
EL
αδελφή  καλογριά
EL
Γυναίκα ανήκουσα σε θρησκευτικό τάγμα, μέλος θρησκευτικής οργάνωσης, αδελφότητας Greek Open Multilingual WordNet
English:
Catholic
religious
Definitions
Relations
Sources
EL
Γυναίκα ανήκουσα σε θρησκευτικό τάγμα, μέλος θρησκευτικής οργάνωσης, αδελφότητας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet