bn:00071851n
Noun Concept
EL
κατάληψη  sit-σε  καταλήψεις
EL
Αυθαίρετη ή δυναμική εγκατάσταση σε ένα χώρο, από τον οποίο αρνούμαι να απομακρυνθώ Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυθαίρετη ή δυναμική εγκατάσταση σε ένα χώρο, από τον οποίο αρνούμαι να απομακρυνθώ Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations