bn:00071964n
Noun Concept
Categories: Αθλήματα, Ολυμπιακά αθλήματα, Χιονοδρομία, Χειμερινά αθλήματα
EL
σκι  χιονοδρομία  καταφύγιο σκι  σκιέρ
EL
Το άθλημα (ολυμπιακό αγώνισμα) κατά το οποίο οι αθλητές φορούν μακριά και φαρδιά πέδιλα στα πόδια (χιονοπέδιλα), ώστε να μπορούν να γλιστρούν πάνω στην επιφάνεια του χιονιού ή και να κάνουν άλματα από ένα σημείο σε άλλο, χρησιμοποιώντας συνήθως δύο βοηθητικά ραβδιά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το άθλημα (ολυμπιακό αγώνισμα) κατά το οποίο οι αθλητές φορούν μακριά και φαρδιά πέδιλα στα πόδια (χιονοπέδιλα), ώστε να μπορούν να γλιστρούν πάνω στην επιφάνεια του χιονιού ή και να κάνουν άλματα από ένα σημείο σε άλλο, χρησιμοποιώντας συνήθως δύο βοηθητικά ραβδιά Greek Open Multilingual WordNet
Το σκι ή χιονοδρομία είναι ένα χειμερινό άθλημα και τρόπος μετακίνησης ο οποίος γίνεται με τη χρήση ειδικού εξοπλισμού για την ολίσθηση πάνω σε χιόνι. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
EL
Wikidata
EL
Wikidata Alias
WordNet Translations
EL
Wikipedia Translations