bn:00071932n
Noun Concept
EL
σκι  χιονοπέδιλα  χιονοπέδιλο
EL
Καθένα από τα δύο ειδικά πέδιλα που χρησιμοποιούν οι χιονοδρόμοι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources