bn:00072119n
Noun Concept
Categories: Εξοπλισμός, Ορειβασία
EL
υπνόσακος  σλίπινγκ-μπαγκ  υπνόσακο  υπνόσακους
EL
Είδος παπλώματος ραμμένο σε μορφή σάκου που χρησιμοποιείται για να κοιμάται κανείς μέσα του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Είδος παπλώματος ραμμένο σε μορφή σάκου που χρησιμοποιείται για να κοιμάται κανείς μέσα του Greek Open Multilingual WordNet
Ο υπνόσακος είναι ένα υφασμάτινο κάλυμμα με μόνωση, που συνήθως κλείνει με φερμουάρ και δημιουργεί ένα ζεστό χώρο για να κοιμηθεί κανείς σε εξωτερικούς χώρους. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations