bn:00072315n
Noun Concept
EL
κατασκευαστής
EL
Κάποιος που εργάζεται σε κάτι εξειδικευμένο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάποιος που εργάζεται σε κάτι εξειδικευμένο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet