bn:00071965n
Noun Concept
EL
εξειδικευμένος εργάτης  ειδικευμένος εργάτης  ειδικευμένου εργάτη  ειδικευμένων εργατών  εκπαιδευμένο εργαζόμενο
EL
Εργάτης που έχει αποκτήσει ειδικές ικανότητες Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources