bn:00072374n
Noun Concept
Categories: Γαστερόποδα
EL
σαλιγκάρι  χοχλιός  σαλιγκάρια
EL
Χερσαίο οστρακοφόρο μαλάκιο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Χερσαίο οστρακοφόρο μαλάκιο Greek Open Multilingual WordNet
Το σαλιγκάρι είναι γαστερόποδο πνευμονοφόρο μαλάκιο που το σώμα του προφυλάσσεται από ένα περιελιγμένο όστρακο. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections
Wikipedia Translations