bn:00072767n
Noun Concept
Categories: Χρηματοοικονομικά
EL
φερεγγυότητα  πιστοληπτική ικανότητα  Δανειοληπτική ικανότητα
EL
Η δυνατότητα κάποιου να παρέχει εγγυήσεις για την κάλυψη των οικονομικών του υποχρεώσεων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η δυνατότητα κάποιου να παρέχει εγγυήσεις για την κάλυψη των οικονομικών του υποχρεώσεων Greek Open Multilingual WordNet
Ως φερεγγυότητα ορίζεται η δυνατότητα ενός οφειλέτη να αποπληρώνει τις υποχρεώσεις του όταν αυτές λήγουν. Wikipedia
Ως πιστοληπτική ικανότητα ορίζεται η ικανότητα των επιχειρήσεων να ανταποκρίνονται στις δανειακές τους υποχρεώσεις. Wikipedia