bn:00073546n
Noun Concept
Categories: Καύση, Ενεργειακή τεχνολογία
EL
αυτανάφλεξη  αυτοανάφλεξη
EL
Η αυτανάφλεξη είναι μια ειδική περίπτωση αιφνίδιας ανάφλεξης καύσιμου υλικού, χωρίς εξωτερικό αίτιο. Wikipedia
English:
combustion
Definitions
Relations
Sources
EL
Η αυτανάφλεξη είναι μια ειδική περίπτωση αιφνίδιας ανάφλεξης καύσιμου υλικού, χωρίς εξωτερικό αίτιο. Wikipedia
Wikipedia
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations