bn:00045882n
Noun Concept
Categories: Οικιακές συσκευές
EL
αναπτήρας  αναφλεκτήρας  λαμπτήρας  λυχνία  φανός
EL
Συσκευή που προκαλεί ανάφλεξη σε καύσιμη ύλη ή ανάβει φωτιά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Συσκευή που προκαλεί ανάφλεξη σε καύσιμη ύλη ή ανάβει φωτιά Greek Open Multilingual WordNet
O αναπτήρας είναι μια φορητή συσκευή η οποία χρησιμοποιείται για να παραχθεί φλόγα. Wikipedia