bn:00073557n
Noun Concept
Categories: Αναπαραγωγή, Αναπαραγωγή των φυτών, Μυκητιασική μορφολογία και ανατομία
EL
Σπόριο  heterosporous  homosporous  σπορίων  σπόρια
EL
Στη βιολογία, ένα σπόριο είναι μια μονάδα εγγενούς ή αγενούς αναπαραγωγής, που έχει την δυνατότητα να προσαρμόζεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να ευνοείται τόσο η διασπορά του, όσο και η επιβίωσή του, σε περιπτώσεις δυσμενών συνθηκών και για χρονικά διαστήματα που συνήθως είναι αρκετά εκτεταμένα. Wikipedia
English:
mycology
Definitions
Relations
Sources
EL
Στη βιολογία, ένα σπόριο είναι μια μονάδα εγγενούς ή αγενούς αναπαραγωγής, που έχει την δυνατότητα να προσαρμόζεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να ευνοείται τόσο η διασπορά του, όσο και η επιβίωσή του, σε περιπτώσεις δυσμενών συνθηκών και για χρονικά διαστήματα που συνήθως είναι αρκετά εκτεταμένα. Wikipedia
Wikipedia
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations