bn:00073563n
Noun Concept
EL
σπορίτης  σποριόφυτο  sporophyte
EL
Καρπός που αφήνεται να ωριμάσει τελείως, έτσι ώστε οι σπόροι του να γίνουν κατάλληλοι για σπορά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Καρπός που αφήνεται να ωριμάσει τελείως, έτσι ώστε οι σπόροι του να γίνουν κατάλληλοι για σπορά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations