bn:00073698n
Noun Concept
EL
ομάδα  μονάδα
EL
(για το στρατό και τα σώματα ασφαλείας) οργανωμένο σώμα με αυτοτελή δομή υπό ενιαία διοίκηση Greek Open Multilingual WordNet
English:
military
Definitions
Relations
Sources