bn:00073745n
Noun Concept
EL
στρίγγλισμα  στριγγλιά  στριγκλιά  τσυρίδα  τσύριγμα
EL
Δυνατή και διαπεραστική φωνή Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Δυνατή και διαπεραστική φωνή Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations
EL