bn:00073881n
Noun Concept
EL
χρονοτριβή  στασιμότητα
EL
Η καθυστέρηση, η αργοπορία που προκαλεί η βραδύτητα στην ολοκλήρωση μιας ενέργειας Greek Open Multilingual WordNet
English:
gaming
Definitions
Relations
Sources
EL
Η καθυστέρηση, η αργοπορία που προκαλεί η βραδύτητα στην ολοκλήρωση μιας ενέργειας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations