bn:00058517n
Noun Concept
EL
παρακώλυση  παρεμπόδιση
EL
Η ενέργεια του εμποδίζω, η παρεμβολή εμποδίων σε κάποιον ή κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια του εμποδίζω, η παρεμβολή εμποδίων σε κάποιον ή κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet