bn:00074050n
Noun Concept
EL
σταθμός
EL
(ναυτιλία) το σημείο στο οποίο ένα πλοίο ή ένας στόλος πρέπει να βρίσκεται Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(ναυτιλία) το σημείο στο οποίο ένα πλοίο ή ένας στόλος πρέπει να βρίσκεται Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet