bn:00074304n
Noun Concept
EL
τσιγγουνιά
EL
Η υπερβολική τάση να αποφεύγει κανείς κάθε έξοδο, να μη θέλει να δώσει ή να ξοδέψει χρήματα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η υπερβολική τάση να αποφεύγει κανείς κάθε έξοδο, να μη θέλει να δώσει ή να ξοδέψει χρήματα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations