bn:00074369n
Noun Concept
Categories: Διατροφή, Αλιευτική βιομηχανία, Ψάρια
EL
ξηρός μπακαλιάρος  μπακαλάος
EL
Ο ξηρός μπακαλιάρος είναι ψάρι παστό. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο ξηρός μπακαλιάρος είναι ψάρι παστό. Wikipedia
WordNet Translations
Wikipedia Translations