bn:00074450n
Noun Concept
EL
αποθήκη  βοηθητικό δωμάτιο
EL
Ειδικός βοηθητικός χώρος έξω ή μέσα σε σπίτι, όπου τοποθετούνται διάφορα αντικείμενα του νοικοκυριού, παλιά έπιπλα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ειδικός βοηθητικός χώρος έξω ή μέσα σε σπίτι, όπου τοποθετούνται διάφορα αντικείμενα του νοικοκυριού, παλιά έπιπλα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations