bn:00074458n
Noun Concept
Categories: Άνεμοι, Μετεωρολογικά φαινόμενα, Καιρός
EL
θύελλα  καταιγίδα  ατμοσφαιρική αναταραχή  βίαιη καταιγίδα  καταιγίδες
EL
Σφοδρός άνεμος με βροχή, μεγάλη καταιγίδα, άνεμος ταχύτητας 64-72 μιλίων ανά ώρα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Σφοδρός άνεμος με βροχή, μεγάλη καταιγίδα, άνεμος ταχύτητας 64-72 μιλίων ανά ώρα Greek Open Multilingual WordNet
Ως θύελλα αναφέρεται επιστημονικά κάθε διατάραξη στην κατάσταση της ατμόσφαιρας ενός ουράνιου σώματος, ιδίως όταν επηρεάζει την επιφάνειά του, προκαλώντας ακραία καιρικά φαινόμενα. Wikipedia
Οποιαδήποτε διατάραξη της ατμόσφαιρας ενός ουράνιο σώματος, προκαλώντας ακραία καιρικά φαινόμενα. Wikipedia Disambiguation
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations