bn:00011301n
Noun Concept
Categories: Καιρός, Μετεωρολογικά φαινόμενα, Υδρομετέωρα
EL
χιονοθύελλα  καταιγίδα του χειμώνα  χιονοθύελλες
EL
Πολύ δυνατός άνεμος που συνοδεύεται από χιονόπτωση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources