bn:00074683n
Noun Concept
Categories: Έγχορδα μουσικά όργανα
EL
χορδή  χορδή κιθάρας
EL
Λεπτό νήμα από έντερο ζώου, μετάλλου ή συνθετική κλωστή, που στερεώνεται τεντωμένο πάνω από το ηχείο μουσικού οργάνου, και όταν πάλλεται παράγει ήχο Greek Open Multilingual WordNet
Greek:
μουσική
Definitions
Relations
Sources
EL
Λεπτό νήμα από έντερο ζώου, μετάλλου ή συνθετική κλωστή, που στερεώνεται τεντωμένο πάνω από το ηχείο μουσικού οργάνου, και όταν πάλλεται παράγει ήχο Greek Open Multilingual WordNet
Στη μουσική, χορδή είναι εύκαμπτη, ελαστική, ισχυρά τεντωμένη κλωστή, που χρησιμοποιείται στα έγχορδα όργανα ως πηγή για παραγωγή ήχων. Wikipedia
Πηγή ήχων έγχορδα όργανα. Wikipedia Disambiguation
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wikidata Alias
Wikipedia Translations