bn:00074811n
Noun Concept
EL
κορμός  υπόλειμμα δέντρου μετά το κόψιμο  κούτσουρο δέντρου
EL
Το τμήμα του δέντρου από την επιφάνεια του εδάφους ως τα κλαδιά Greek Open Multilingual WordNet
English:
tree
Definitions
Relations
Sources
EL
Το τμήμα του δέντρου από την επιφάνεια του εδάφους ως τα κλαδιά Greek Open Multilingual WordNet