bn:00074833n
Noun Concept
EL
στύλος  ύπερος  carpels  gynoecium  pistils
EL
Το θηλυκό όργανο του άνθους, που αποτελείται από ένα ή περισσότερα καρπόφυλλα, τα οποία είτε συμφύονται μεταξύ τους είτε όχι, κατ' αντιδιαστολή προς τον στήμονα Greek Open Multilingual WordNet
English:
botany
flower
Definitions
Relations
Sources
EL
Το θηλυκό όργανο του άνθους, που αποτελείται από ένα ή περισσότερα καρπόφυλλα, τα οποία είτε συμφύονται μεταξύ τους είτε όχι, κατ' αντιδιαστολή προς τον στήμονα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
Wikipedia Translations