bn:00074915n
Noun Concept
Categories: Κατάσταση της ύλης, Θερμοδυναμική
EL
εξάχνωση
EL
(χημεία) η μετατροπή ουσίας από τη στερεά στην αέρια κατάσταση, χωρίς να μετατραπεί σε υγρό Greek Open Multilingual WordNet
English:
physics
phase transition
chemistry
Definitions
Relations
Sources
EL
(χημεία) η μετατροπή ουσίας από τη στερεά στην αέρια κατάσταση, χωρίς να μετατραπεί σε υγρό Greek Open Multilingual WordNet
Εξάχνωση, τόσο στη φυσική όσο και στη χημεία, ονομάζεται η μετατροπή στερεού απ' ευθείας σε αέριο, χωρίς να περάσει από την ενδιάμεση υγρή κατάσταση. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Translations