bn:00076680n
Noun Concept
EL
δοκιμή
EL
Ο πειραματικός έλεγχος μηχανισμού, συσκευής κ.λπ. για να εξακριβωθεί αν λειτουργεί καλά ή για να διαπιστωθεί η ποιότητα, η καταλληλότητα ή οι ιδιότητές του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο πειραματικός έλεγχος μηχανισμού, συσκευής κ.λπ. για να εξακριβωθεί αν λειτουργεί καλά ή για να διαπιστωθεί η ποιότητα, η καταλληλότητα ή οι ιδιότητές του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet