bn:00032309n
Noun Concept
Categories: Επιστημονικά πειράματα
EL
πείραμα  διεξαγωγή πειράματος  πειραματισμός  πειραματική μέθοδος  πειραματιστής
EL
Η πράξη διεξαγωγής ενός ελεγχόμενου τεστ, η δοκιμαστική προσπάθεια για τη πρακτική διαπίστωση εφαρμογής ενός σχεδίου, προγράμματος κ.τ.λ. Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η πράξη διεξαγωγής ενός ελεγχόμενου τεστ, η δοκιμαστική προσπάθεια για τη πρακτική διαπίστωση εφαρμογής ενός σχεδίου, προγράμματος κ.τ.λ. Greek Open Multilingual WordNet
Ως Πείραμα χαρακτηρίζεται η οποιαδήποτε έμπρακτη δοκιμή ή εφαρμογή θεωρίας προς άσκηση ή μελέτη και γενικά ο κάθε έλεγχος της θεωρητικής γνώσης. Wikipedia