bn:00077377n
Noun Concept
Categories: Αυτοκίνητο, Ελαστικά, Τροχοί, Καουτσούκ
EL
ελαστικό  λάστιχο  ελαστικό αυτοκινήτου  επίσωτρο  λάστιχο τροχού
EL
Δακτύλιος, ελαστικό που καλύπτει τον τροχό οχήματος Greek Open Multilingual WordNet
English:
transport
automotive
wheels
wheel
Definitions
Relations
Sources
EL
Δακτύλιος, ελαστικό που καλύπτει τον τροχό οχήματος Greek Open Multilingual WordNet
Ένα ελαστικό ή λάστιχο είναι εξάρτημα σε σχήμα δακτυλίου που περιβάλλει το χείλος ενός τροχού για να μεταφέρει το φορτίο ενός οχήματος από τον άξονα μέσω του τροχού στο έδαφος και να παρέχει πρόσφυση στην επιφάνεια πάνω από την οποία κινείται ο τροχός. Wikipedia
Δακτυλιοειδές κάλυμμα τροχών Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikidata Alias
WordNet Translations
Wikipedia Translations