bn:00077603n
Noun Concept
EL
οδοντοκήτη  οδοντοφόρες φάλαινες  οδοντωτή φάλαινα  odontocetes  οδοντωτές φάλαινες
EL
Οι φάλαινες που έχουν δόντια και κυνηγούν τη λεία τους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources