bn:00077604n
Noun Concept
Categories: Υγιεινή, Δόντια
EL
οδοντόκρεμα  οδοντόπαστα
EL
Το ημίρρευστο φαρμακευτικό παρασκεύασμα (πάστα), που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό και την υγιεινή των δοντιών και του στόματος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το ημίρρευστο φαρμακευτικό παρασκεύασμα (πάστα), που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό και την υγιεινή των δοντιών και του στόματος Greek Open Multilingual WordNet
Η οδοντόκρεμα ή η οδοντόπαστα είναι μια πάστα ή γέλη συσκευασμένη συνήθως σε σωληνάριο, η οποία χρησιμοποιείται επάνω στην οδοντόβουρτσα σαν συμπλήρωμα, για να καθαρίσει και να διατηρήσει την αισθητική και την υγεία των δοντιών. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations