bn:00077605n
Noun Concept
Categories: Οικιακά σκεύη
EL
οδοντογλυφίδα  Οδοντογλειφίδα  οδοντογλυφίδες
EL
Ειδικό, πολύ λεπτό και μυτερό κομμάτι συνήθως από ξύλο και σπανιότερα από πλαστικό, που χρησιμοποιείται για να απομακρύνονται τα υπολείμματα των τροφών από τα διαστήματα ανάμεσα στα δόντια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ειδικό, πολύ λεπτό και μυτερό κομμάτι συνήθως από ξύλο και σπανιότερα από πλαστικό, που χρησιμοποιείται για να απομακρύνονται τα υπολείμματα των τροφών από τα διαστήματα ανάμεσα στα δόντια Greek Open Multilingual WordNet
Η οδοντογλυφίδα είναι ένα μυτερό αντικείμενο το οποίο χρησιμοποιείται για το καθάρισμα των διακένων των δοντιών από υπολείμματα τροφών. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
WordNet Translations