bn:00077850n
Noun Concept
Categories: Οχήματα, Βιώσιμη κινητικότητα
EL
τρόλεϊ  τρόλεϋ  τρόλλεϋ  απάτητα τρόλεϊ  ηλεκτρικό τρόλεϊ
EL
Ηλεκτροκίνητο αυτοκίνητο που παίρνει ρεύμα με δύο κεραίες, τους τρολέδες, από εναέρια σύρματα και που το χρησιμοποιούν στις αστικές συγκοινωνίες Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ηλεκτροκίνητο αυτοκίνητο που παίρνει ρεύμα με δύο κεραίες, τους τρολέδες, από εναέρια σύρματα και που το χρησιμοποιούν στις αστικές συγκοινωνίες Greek Open Multilingual WordNet
Τρόλεϊ ή τρόλλεϊ ονομάζεται ο ειδικός ρευματολήπτης μετακινούμενου ηλεκτροκινητήρα που σύρεται σε ηλεκτροφόρο γυμνό σύρμα. Wikipedia
Ειδικός ρευματολήπτης μετακινούμενου ηλεκτροκινητήρα που σύρεται σε ηλεκτροφόρο γυμνό σύρμα Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias