bn:00078521n
Noun Concept
EL
αγωγός  σχήματος-σωλήνα δομής
EL
Ο σωλήνας διαμέσου του οποίου διοχετεύεται κάτι, προκειμένου να μεταφερθεί από το ένα μέρος στο άλλο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο σωλήνας διαμέσου του οποίου διοχετεύεται κάτι, προκειμένου να μεταφερθεί από το ένα μέρος στο άλλο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet