bn:00078711n
Noun Concept
EL
χαυλιόδοντας  ελεφαντόδοντο  χαυλιόδοντα  χαυλιόδοντες
EL
Καθένα από τα πολύ μεγάλα δόντια ορισμένων θηλαστικών, όπως ο ελέφαντας, που εξέχουν από το στόμα και χρησιμεύουν στην άμυνα αυτών των ζώων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Καθένα από τα πολύ μεγάλα δόντια ορισμένων θηλαστικών, όπως ο ελέφαντας, που εξέχουν από το στόμα και χρησιμεύουν στην άμυνα αυτών των ζώων Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet