bn:00078920n
Noun Concept
Categories: Αξεσουάρ, Προστατευτικός εξοπλισμός
EL
ομπρέλα  ομπρέλες
EL
Φορητό αντικείμενο που αποτελείται από αδιάβροχο ύφασμα στερεωμένο επάνω σε ένα σκελετό με λαβή και χρησιμεύει για ατομική προστασία από τη βροχή ή τον ήλιο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Φορητό αντικείμενο που αποτελείται από αδιάβροχο ύφασμα στερεωμένο επάνω σε ένα σκελετό με λαβή και χρησιμεύει για ατομική προστασία από τη βροχή ή τον ήλιο Greek Open Multilingual WordNet
Ομπρέλα ονομάζεται το αντικείμενο το οποίο χρησιμεύει για την προστασία από τον ήλιο ή τη βροχή. Wikipedia
αντικείμενο το οποίο χρησιμεύει για την προστασία από τον ήλιο ή τη βροχή Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Translations