bn:00041820n
Noun Concept
EL
λαβή  χερούλι  χειρολαβή
EL
Το τμήμα που συνήθως προεξέχει και από το οποίο μπορεί κάποιος να πιάσει, να κρατήσει ή να χειριστεί ένα αντικείμενο Greek Open Multilingual WordNet
English:
grip
Definitions
Relations
Sources
EL
Το τμήμα που συνήθως προεξέχει και από το οποίο μπορεί κάποιος να πιάσει, να κρατήσει ή να χειριστεί ένα αντικείμενο Greek Open Multilingual WordNet
Μέρος εργαλείου ή συσκευής σχεδιασμένο για να κρατιέται Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wikidata Alias
WordNet Translations
Wikipedia Translations