bn:00079003n
Noun Concept
Categories: Εσώρουχα
EL
εσώρουχο  εσώρρουχα  εσώρουχα  ανομολόγητος
EL
Γενική ονομασία ρούχων που κατασκευάζονται από λεπτό ύφασμα, φοριούνται κατάσαρκα, σε ορισμένα τμήματα του σώματος, και καλύπτονται από τα κανονικά ρούχα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Γενική ονομασία ρούχων που κατασκευάζονται από λεπτό ύφασμα, φοριούνται κατάσαρκα, σε ορισμένα τμήματα του σώματος, και καλύπτονται από τα κανονικά ρούχα Greek Open Multilingual WordNet
Εσωρουχο ονομάζεται το ενδυμα που φοριέται κάτω από τα ρούχα και έρχεται σε άμεση επαφή με το δέρμα. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations