bn:00079077n
Noun Concept
EL
ένωση
EL
Η ενοποίηση, ο δεσμός ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα χωριστά μέρη σε μία ενιαία οντότητα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενοποίηση, ο δεσμός ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα χωριστά μέρη σε μία ενιαία οντότητα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary