bn:00079320n
Noun Concept
EL
ουρητήρας  ουρητήρ  ουρητήρα  ουρητήρες
EL
Ο καθένας από τους δύο σωλήνες που αρχίζουν από τα νεφρά και οδηγούν τα ούρα στην ουροδόχο κύστη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο καθένας από τους δύο σωλήνες που αρχίζουν από τα νεφρά και οδηγούν τα ούρα στην ουροδόχο κύστη Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations