bn:00079649n
Noun Concept
EL
μοσχάρι  μοσχαρίσιο κρέας  γάλα  μοσχαράκι  veau
EL
Κρέας γάλακτος, για κρέας που προέρχεται από ζώο πολύ νεαρής ηλικίας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κρέας γάλακτος, για κρέας που προέρχεται από ζώο πολύ νεαρής ηλικίας Greek Open Multilingual WordNet
Το μοσχαρίσιο κρέας είναι το κρέας των μοσχαριών, σε αντίθεση με το βόειο από τα μεγαλύτερα βοοειδή. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
WordNet Translations