bn:00054996n
Noun Concept
Categories: Ροφήματα, Υγρά, Γάλα
EL
γάλα  αγελαδινό γάλα  πρωτεΐνη γάλακτος  στερεά γάλακτος  το πλήρες γάλα
EL
Το υγρό που αρμέγεται κυρίως από αγελάδες ή κατσίκες και χρησιμοποιείται επεξεργασμένο για την παρασκευή γαλακτοκομικών προϊόντων Greek Open Multilingual WordNet
English:
beverage
drink
Definitions
Relations
Sources
EL
Το υγρό που αρμέγεται κυρίως από αγελάδες ή κατσίκες και χρησιμοποιείται επεξεργασμένο για την παρασκευή γαλακτοκομικών προϊόντων Greek Open Multilingual WordNet
Το γάλα είναι θρεπτικό, λευκό ή ελαφρώς κιτρινωπό υγρό, που αποτελεί βιολογικό έκκριμα των μαστών των θηλαστικών, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπινου είδους, που προορίζεται για τη διατροφή των νεογνών τους. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations