bn:00080340n
Noun Concept
EL
αναμονή
EL
Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτός που αναμένει, που περιμένει κάτι καθώς και ο χρόνος που διαρκεί η κατάσταση αυτή Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτός που αναμένει, που περιμένει κάτι καθώς και ο χρόνος που διαρκεί η κατάσταση αυτή Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations