bn:00095593v
Verb Concept
EL
μένω στο ίδιο μέρος  περιμένω  περιμένετε
EL
Μένω, στέκομαι άπρακτος σε έναν τόπο έως ότου να έρθει κάποιος ή να γίνει κάτι που προσμένω, αναμένω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Μένω, στέκομαι άπρακτος σε έναν τόπο έως ότου να έρθει κάποιος ή να γίνει κάτι που προσμένω, αναμένω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations