bn:00081479n
Noun Concept
EL
γυναίκα
EL
Ένα θηλυκό άτομο που παίζει έναν σημαντικό ρόλο (σύζυγος ή ερωμένη ή φιλενάδα) στη ζωή ενός συγκεκριμένου άνδρα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ένα θηλυκό άτομο που παίζει έναν σημαντικό ρόλο (σύζυγος ή ερωμένη ή φιλενάδα) στη ζωή ενός συγκεκριμένου άνδρα Greek Open Multilingual WordNet
ANTONYM
DERIVATION
USAGE DOMAIN
Greek Open Multilingual WordNet