bn:00082124v
Verb Concept
EL
ντροπιάζω  προσβάλλω  φέρνω σε δύσκολη θέση
EL
Κάνω κάποιον να αισθανθεί ντροπή, τον προσβάλλω, τον εξευτελίζω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κάνω κάποιον να αισθανθεί ντροπή, τον προσβάλλω, τον εξευτελίζω Greek Open Multilingual WordNet