bn:00086922v
Verb Concept
EL
αναστατώνω  απορυθμίζω  αποσυντονίζω  διαταράσσω  εξοργίζω
EL
Προκαλώ σε κπ ψυχική αναστάτωση,εκνευρισμό,ταραχή Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links