bn:00082319v
Verb Concept
EL
συμβάλλω  συνεργώ  συντείνω  συντελώ  υποβοηθώ
EL
Λειτουργώ ως παράγοντας στη διαμόρφωση αποτελέσματος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Λειτουργώ ως παράγοντας στη διαμόρφωση αποτελέσματος Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations